- πυργωτός
- Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσόπετρας.
* * *-ή, -ό / πυργωτός, -ή, -όν, ΝΑ [πυργῶ]αυτός που έχει σχήμα πύργου, που μοιάζει με πύργο, πυργοειδής (α. «ἐμπετάσματα πυργωτά» — παραπετάσματα που καταλήγουν σε διαιρέσεις όμοιες με επάλξεις πύργων, Καλλίξ.β. «πυργωτὸς στέφανος» — το στεφάνι που διδόταν σε εκείνον που πρώτος ανέβαινε στα τείχη πολιορκούμενης πόλης, επιγρ.)νεοελλ.1. (για τείχος) αυτός που έχει πύργο ή πύργους, αυτός που προστατεύεται από πύργους («τα πολεμόχαρα μουράγια τα πυργωτά», Παλαμ.)2. το ουδ. ως ουσ. το πυργωτόα) παλαιό πολεμικό πλοίο με πυροβόλα τοποθετημένα σε περιστρεφόμενο πύργοβ) παλαιός τύπος φορτηγού πλοίου με συνεχόμενη υπερκατασκευή.
Dictionary of Greek. 2013.